- γράσο
- το(λ. ιταλ.), λίπος κατάλληλο για λίπανση μηχανών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
άλειμμα — το, ατος 1. το να αλείφει κανείς: Η μηχανή ήθελε άλειμμα με γράσο. 2. το υλικό με το οποίο αλείφει κανείς: Το άλειμμα ήταν χοιρινό λίπος. 3. δωροδοκία, λάδωμα: Έδωσε κάμποσα και για αλείμματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)